- ήρυγγος
- (I)ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α)φυτό με αγκαθωτά φύλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ-γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγοςεικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι υστερογενής.ΠΑΡ. αρχ. ηρύγγιν, ηρυγγίς, ηρυγγίτης].————————(II)ἤρυγγος, ό (Α)το γένι τού τράγου.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ήρυγγος (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.